- βαροσκόπιο
- Όργανο που χρησιμεύει για την πειραματική απόδειξη της άνωσης που ασκείται από πάνω στα σώματα μέσα σε αέρια και ειδικά μέσα στον ατμοσφαιρικό αέρα. Αποτελείται από έναν μικρό ζυγό που έχει στα δύο άκρα της φάλαγγάς του κρεμασμένες δύο ελαφρές μεταλλικές σφαίρες που έχουν το ίδιο βάρος, αλλά πολύ διαφορετικούς όγκους. Ο ζυγός αυτός στον ατμοσφαιρικό αέρα βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας, όταν όμως το σύστημα τοποθετηθεί μέσα σε έναν κώδωνα αεραντλίας και αφαιρεθεί ο αέρας, παρατηρείται ότι ο ζυγός κλίνει προς το μέρος της μεγαλύτερης σφαίρας, ενώ εάν ξαναμπεί αέρας μέσα στον κώδωνα η ισορροπία επιστρέφει. Αποδεικνύεται έτσι ότι η ισορροπία οφείλεται στη μεγάλη άνωση που ασκείται πάνω στη μεγαλύτερη σφαίρα εξαιτίας του όγκου της, ενώ όταν λείπει ο αέρας, η άνωση παύει να επιδρά και το σώμα γίνεται βαρύτερο.
Dictionary of Greek. 2013.